ξυνδοτική

ξυνδοτική
συνδοτική , συνδοτικός
apt to give way
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνδοτικός — ή, όν, Α [συνδίδωμι] 1. αυτός που εύκολα ενδίδει, υποχωρεί σε κάποιον ή σε κάτι 2. αυτός που εύκολα επηρεάζεται από κάποιον ή από κάτι («ὑπὸ γήραος καὶ ὑπὸ ὀδυνημάτων ξυνδοτική ἐστι [ἡ ράχις]», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”